Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σταφυλή
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σταφυλή η [stafilí] Ο29 : (ανατ.) σαρκώδης απόφυση που κρέμεται από το πίσω άκρο της μαλακής υπερώας: Ο μυς της σταφυλής. H ~ παίζει ρόλο στην κατάποση και στην προφορά.

[λόγ. < αρχ. σταφυλή (επειδή μοιάζει με ρώγα σταφυλιού: δες σταφύλι)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go