Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σταθεροποιώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σταθεροποιώ [staθeropió] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω κτ. σταθερό, πετυχαίνω τη σταθερότητα ενός πράγματος (συνήθ. για μεγέθη, τιμές κτλ.): Γίνεται προσπάθεια για να σταθεροποιηθεί η οικονομία. Οι τιμές άρχισαν να σταθεροποιούνται. || Σταθεροποίησε τη θέση του μέσα στην επιχείρηση, την εδραίωσε.

[λόγ. < ελνστ. σταθεροποιῶ `στερεώνω΄ & σημδ. γαλλ. consolider]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go