Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στίλβω
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στίλβωμα το [stílvoma] Ο49 : η ενέργεια του στιλβώνω, επίστρωση βερνικιού ή βαφής στην επιφάνεια ξύλου, δέρματος, μετάλλου κτλ.· λουστράρισμα, γυάλισμα.

[λόγ. στιλβω- (δες στιλβώνω) -μα (πρβ. ελνστ. στίλβωμα `καλλυντικό΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στίλβων -ουσα -ον [stílvon] Ε12 : (λόγ.) που γυαλίζει, που λάμπει: H στίλβουσα επιφάνεια του μαρμάρου / του χρυσού.

[λόγ. < αρχ. στίλβων μεε. του στίλβω `λάμπω΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στιλβώνω [stilvóno] -ομαι Ρ1 : επιστρώνω μια λεία επιφάνεια ξύλου, δέρματος, μετάλλου ή μαρμάρου με βερνίκι ή με βαφή για να γίνει γυαλιστερό· λουστράρω, γυαλίζω2.

[λόγ. < ελνστ. στιλβ(ῶ) -ώνω (σύγκρ. μσν. στιλβώνω)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στίλβωση η [stílvosi] Ο33 : η ενέργεια του στιλβώνω· στίλβωμα.

[λόγ. < ελνστ. στίλβω(σις) -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στιλβωτήριο το [stilvotírio] Ο40 : κατάστημα όπου γυαλίζουν ή βάφουν παπούτσια.

[λόγ. στιλβω(τής) -τήριον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στιλβωτής ο [stilvotís] Ο7 : αυτός που στιλβώνει και ειδικότερα αυτός που γυαλίζει παπούτσια, ο λούστρος.

[λόγ. < ελνστ. ή μσν. στιλβωτής `που γυαλίζει αντικείμενα΄ < στιλβω- (δες στιλβώνω) -τής]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στιλβωτικός -ή -ό [stilvotikós] Ε1 : για κτ. που χρησιμοποιείται για στίλβωμα: Στιλβωτική μηχανή. Στιλβωτικές ουσίες.

[λόγ. στιλβω- (δες στιλβώνω) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες