Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στέψη
10 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
αγάμητος, -η, -ο [aγámitos]
  • not engaging in sexual intercourse (syn L ασυνουσίαστος):
    • pass αγάμητη κοπέλα, αγάμητο κορίτσι, αγάμητη γεροντοκόρη |
    • folks. αγάμητ' είν' η κόρη μας, έχει και δυο μπαστάρδια
  • ⓐ act πέθανε ~ και πάει παρθένος στον άλλο κόσμο:
    • prov καλόγερέ μου αγάμητε, και ποιος να σε πιστέψη!

[fr AG ἀγάμητος unmarried]

[Λεξικό Γεωργακά]
αν [an] (& less freq [chiefly dial, region. & poet, before initial cons. l, m & fricatives] α) conj
  • introducing conditional classes, 'if' (syn in part εάν)
  • ① in pure conditions (expressing actuality):
    • ~ πάη καλά η δουλειά, θα είμαι σπίτι το βράδυ |
    • ~ θέλη, το κάνει |
    • ~ θελήσης εσύ, θα γίνη |
    • ~ το 'πε, δε χάλασε ο κόσμος
  • ⓐ expressing the expected, the shortened protasis being ~ όχι or ~ μη 'if not':
    • ~ δε βρέξη, θα πάω για ψώνια |
    • θα ευχαριστηθή, ~ σε δή |
    • ~ ενεργήσης έτσι που λες, θα τιμωρηθής |
    • το μήνυμα, ~ όχι τίποτε άλλο, φανέρωνε τουλάχιστον μια προσωπική ηρωική διάθεση (Roussos) |
    • η Σύρα ήτανε τότε σπουδαίο εμπορικό κέντρο, ~ μη το πρώτο (Melas)
  • ⓑ expressing condition contrary to fact:
    • ~ το ήξερα, θα σιωπούσα if I knew or had known it, I would have kept silent |
    • ~ ήμουν πλούσιος (or ~ είχα πολλά χρήματα), θα έκανα ταξίδια |
    • ~ είχες μυαλό, δε θα ήσουν φτωχός |
    • μπορούσες να είχες νικήσει, ~ δοκίμαζες |
    • ~ το αυτοκίνητο ήταν δικό σου, θα το 'φτιαχνα |
    • ~ ερχόσουν απόψε, θα σου εμπιστευόμουνα ένα μυστικό |
    • poem Bερίνα, σκύψε το κεφάλι να σε ιδώ, μα κι α σ' έβλεπα, | θα γύρευα να κοιτάξω πιο πέρα (Seferis)
  • ⓒ expressing wish w. ellipsis of apodosis (syn είθε να, μακάρι να):
    • ~ ήμουν πλούσιος! if only I were rich! (i.e. I wish I were rich) |
    • ω κι ~ πετύχαινε! |
    • ω, ~ ερχόταν I wish he would come or would have come |
    • ~ μου έπεφτε το λαχείο! (the missing apodosis was originally understood without being expressed, e.g. θα ήταν ωραία or similar)
  • ② concessive clause introduced w. και ~ or κι ~ even if, even though:
    • και ~ ακόμη ήταν αληθινό even if it were true |
    • και ~ με δης, να μην το μαρτυρήσης σε κανέναν |
    • και ~ σου ορκιστή ότι δεν θα το πη, να μην το πιστέψης |
    • και ~ (ακόμη) σε δείρη ο πατέρας, πάλι να μη θυμώσης μαζί του |
    • gnom ο λύκος κι ~ εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του, | ούτε τη γνώμη του άλλαξε ούτε την κεφαλή του radical changes in man's behavior are not to be expected
  • ⓓ ~ και (s. also ανκαι) although (syn in αγκαλά):
    • ~ και δεν είπες τίποτα, εγώ το μάντεψα |
    • ~ και δεν πιστεύω να 'ρθη, εντούτοις θα τον περιμένουμε |
    • ~ και πολύ πλούσιος, δεν κάνει αγαθοεργίες |
    • ~ και είναι σοφός, φέρεται απλά και καταδέχεται τον κόσμο |
    • poem ~ και λυπιέται πόχασε τόσους καλούς συντρόφους (Markoras)
  • ③ indefinite clause introduced w. a pron element (όποιος και ~ or κι ~, ό,τι κι ~, όσοι κι ~, όσο κι ~, όπου κι ~, όπως κι ~; και να also used for κι ~):
    • όποιος κι ~ τηλεφωνήση, να πης ότι είμαι απασχολημένος |
    • ό,τι και ~ σου γράψη, να μην του απαντήσης |
    • όσο κι ~ πιη, δε μεθάει |
    • όπου κι ~ πας, στείλε μας μια κάρτα |
    • όπως κι ~ φερθώ, με παρεξηγεί |
    • poem μα το τραγούδι όσο γλυκό, | όσο χαρούμενο κι α βγαίνη, | έχει ένα μάγιο μυστικό |
    • η γλύκα του να σε πικραίνη (Eftaliotis)
  • ⓔ εκτός ~ (ε. εάν) unless:
    • θά 'ρθη οπωσδήποτε, εκτός ~ είναι άρρωστος |
    • εκτός ~ μελετήση εντατικά, θ' αποτύχη στις εξετάσεις ~ τυχόν και or ~ τύχη και if by any chance, in case (that) (syn στην περίπτωση που) |
    • ~ τυχόν και αρνηθή, δε γίνεται τίποτα
  • ④ in indirect dubitative clauses ~ 'whether, if' (syn μήπως) and ~ ... ή όχι 'whether ... or not' (syn μήπως ... ή όχι):
    • δεν ξέρω ~ είναι έτσι |
    • δεν είμαι βέβαιος ~ το μέρος είναι καλό ή όχι |
    • επιθυμώ να μάθω ~ έλαβες μέρος ο ίδιος στη συγκέντρωση |
    • με ρωτάς ~ το 'καμα και απαντώ όχι |
    • πες μου ~ είναι αλήθεια ή όχι |
    • δεν πρέπη ν' αμφιβάλλης ~ του μίλησα |
    • το πρόβλημα είναι ~ και κατά πόσον ο λόγος (ratio) μπορεί να γίνη ανώτατος ρυθμιστής της ηθικής ζωής (Papanoutsos) |
    • το ζήτημα είναι ~ μια κοινωνία μπορεί να πορεύεται έτσι επ' άπειρον (Theotokas) |
    • ο καλλιτέχνης υψώνει το πνεύμα του λαού ...· και τούτο ακριβώς αποφασίζει ~ ένα καλλιτέχνημα είναι αιώνιο ή όχι (Theodorakop) |
    • poem κι απ' την τρομάρα ζωντανός ο ίδιος α ζη δεν ξέρει (Gryparis) |
    • ... να πάω μια μέρα να τη δώ, | να δη α θα τη γνωρίσω (Malakasis)

[fr ByzG, MG αν ← K, AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανάγλυφος, -η, -ο [anáγlifos] (L)
  • ① sculptured or wrought in relief, relief:
    • ~ ανδριάς, ανάγλυφη σύνθεση, ανάγλυφο σύμπλεγμα, ανάγλυφη προτομή |
    • ανάγλυφη ζωφόρος, ανάγλυφη μετόπη sculpture in relief |
    • ανάγλυφη παράσταση, e.g. μια μετόπη με ανάγλυφη παράσταση τον αγώνα του Hρακλή και της Λερναίας ύδρας (Dakaris) |
    • επιτύμβιες στήλες με ανάγλυφες παραστάσεις (Penteas) |
    • ανάγλυφη εικόνα |
    • ανάγλυφες μορφές, e.g. η λίθινη πλάκα του τυμπάνου κοσμείται με ανάγλυφες μορφές(Kanellop) |
    • ανάγλυφες γυναίκες |
    • ~ άγγελος |
    • ανάγλυφα ζωνάρια |
    • ανάγλυφες γραμμές, πτυχές (Bakalakis) |
    • ανάγλυφη διακόσμηση relief decoration |
    • το μικρό αέτωμα της Zυρίχης με την ανάγλυφη σκηνή του κάτω κόσμου (Karouzos) |
    • το κυμάτιο είναι κιόλας ανάγλυφο (Tsiakos) |
    • με την αντίθεση φωτός και σκιάς το πρόσωπο κερδίζει πολύ σε ανάγλυφη προβολή και σε ομορφιά (Kanellop) |
    • σε μια πλευρά του τάφου παριστάνεται ανάγλυφη η στέψη της Mαρίας Θηρεσίας (Athanasiadis-N) |
    • poem πλησιάζει με τα θολά της μάτια εκείνο το ανάγλυφο χέρι | το χέρι που κράτησε το διάκι (Seferis) |
    • η θεία της ήταν ένα θλιβερό κορμί μ' ανάγλυφες φλέβες (id.)
  • ⓐ embossed:
    • ανάγλυφη επεξεργασία embossed work, embossing |
    • ανάγλυφο κόσμημα embossed ornament |
    • ανάγλυφα οικόσημα |
    • ανάγλυφη σφραγίδα embossed stamp |
    • ~ τίτλος embossed lettering
  • ⓑ typogr in relief:
    • τα πρώτα τυπογραφικά στοιχεία ήταν ανάγλυφα σε ξύλο |
    • ανάγλυφη εκτύπωση relief printing |
    • ανάγλυφη γραφή (για τυφλούς) braille printing (for the blind)
  • ⓒ ~ χάρτης relief (or embossed) map (syn αναγλυφικός χάρτης [s. αναγλυφικός 1b])
  • ② cinema three-dimensional, stereoscopic:
    • ~ κινηματογράφος
  • ③ fig vividly represented, intense, vivid, clear (near-syn ζωηρά αναπαριστώμενος, παραστατικά αποδιδόμενος):
    • τρόπος ~, e.g. με τρόπο ανάγλυφο φαίνεται η πορεία του πνεύματος (Tatakis) |
    • ανάγλυφη εικόνα, e.g. έδωκε ανάγλυφη εικόνα της καταστάσεως, της καταστροφής, της ήττας, του σεισμού, της αθλιότητας, κλ, βλέπεις ανάγλυφη την εικόνα της ζωής (Psathas) |
    • ο ποιητής μάς παρουσιάζει μια ανθρώπινη κατάσταση ανάγλυφη ενώπιόν μας (Theodorakop) |
    • επιμείναμε σε όσα έδειχναν πιο ανάγλυφο το σκοπό μας (Delmouzos) |
    • έκανε ανάγλυφη την κάθε φράση (Melas) |
    • ~ τύπος |
    • ~ χαρακτήρας, e.g. μας δίνει το χαρακτήρα τους ανάγλυφον, όπως διαμορφώθηκε στους αιώνες της δουλείας (Charis) |
    • άνθρωποι που δόθηκαν ανάγλυφοι από τον Tραυλαντώνη (id.) |
    • τα δυο παραθέματα μας παρουσιάζουν ανάγλυφο το στοιχείο της καλλιτεχνικής δημιουργίας (Mourelos) |
    • προβάλλει μπροστά μας ανάγλυφο το πορτρέτο (Chatzinis) |
    • οι χαρακτήρες αυτοί του προφορικού λόγου είναι πολύ λιγότερο ανάγλυφοι και πολύ περισσότερο φυσικοί από τα αρθρωτά στοιχεία του λόγου (Stathis) |
    • poem αξέχαστη μορφή | σταλμένη από μετόπη | του ασύγκριτου ναού, | ανάγλυφη χαρά, | σα δισκοβόλος, σαν ηνίοχος, σαν τοξότης | διάβηκες τη ζωή (Xydis)

[fr ByzG ← K ἀνάγλυφος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθεμωτός, -ή, -ό [anθemotós] (L) archit
  • adorned w. floral patterns (or anthemia) (syn ανθεμοειδής):
    • ~ καλυπτήρας |
    • ανθεμωτή επίστεψη |
    • ανθεμωτό αέτωμα, διάδημα, επιστέγασμα, κόσμημα, στολίδι |
    • ανθεμωτά αγγεία, ακρωτήρια, μέτωπα |
    • μια τέτοια ανθεμωτή στήλη δεν χρειαζόταν πολλή δουλειά (Karouzos) |
    • το ανθεμωτό θέμα στις δαντελωτές διακοσμητικές παρυφές απαντάται κατά τον 13ον αιώνα (Pallas) |
    • τ' ανθεμωτά κεραμίδια έχουν μια σαφή αντίρροπη κλίση προς τα έξω (Miliadis) |
    • η απόκλιση των ανθεμωτών ηγεμόνων προς τα δεξιά και τα αριστερά του κεντρικού άξονα των μακρών πλευρών διατηρήθηκε και στον κλασικό ναό (Michelis) |
    • μόνο μια στήλη φαίνεται να είχε ανθεμωτή κορύφωση (Charitonidis) |
    • η σίμη είχε ανάγλυφα ανθεμωτά στολίδια και λεοντοκεφαλές (ACharitonidou)

[fr kath ανθεμωτός ← K (inscr, 2nd c. BC), der of ἄνθεμον w. suff -ωτός]

[Λεξικό Γεωργακά]
άροση [árosi] η, pl αρόσεις (L) agric
  • plowing, tilling (syn αροτρίωση L, αλέτρισμα, όργωμα):
    • η επίστεψη στήλης βρέθηκε τυχαία στην ~

[fr kath άροσις ← K, AG ἄροσις]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχρήστευση [axrístefsi] η, (L) (& D αχρήστεψη)
  • act of process of making or becoming useless:
    • λυτρώνεται με το ξεθύμασμα· σα να είναι αυτός ο σκοπός και όχι η ολοσχερής ~ |
    • έπαθε άραγε ο σπουργίτης ~ των φτερών του; (Chourmouziadis) |
    • η αποχώρηση με το όριο ηλικίας δεν θα έπρεπε να σημαίνει απόλυτη ~ του αποχωρούντος (Louros) |
    • το σχέδιο ψηφίσματος .. περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία που οδηγούν στην αχρήστεψη των δεσμών της Kύπρου (Christidis)

[fr kath (neol) αχρήστευσις, der of αχρηστεύω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενθρόνιση η [enθrónisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ενθρονίζω· η εγκατάσταση κάποιου (βασιλιά, ηγεμόνα, αρχιερέα) στο θρόνο του, στο αξίωμά του· (πρβ. ανακήρυξη, στέψη)· ενθρονισμός: H τελετή της ενθρόνισης του αυτοκράτορα / του νέου αρχιεπισκόπου / του πατριάρχη.

[λόγ. ενθρονι- (ενθρονίζω) -σις > -ση (πρβ. μσν. ενθρονίασις)]

[Λεξικό Κριαρά]
κουρουνίασμα το· κουρούνιασμαν· κουρουνίασμαν.
  • Στέψη (βασιλέα):
    • εστέφθην (ενν. ο ρε Πιερ) … και εγίνην μεγάλη φέστα … εις το κουρουνίασμάν του (Mαχ. 9235).

[<αόρ. του κουρουνιάζω + κατάλ. μα. O τ. κουρούνιασμαν και σήμ. κυπρ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στέφω [stéfo] -ομαι Ρ4 : 1. βάζω το στέμμα στο κεφάλι του νέου μονάρχη κατά την τελετή της στέψης: Ο Kαρλομάγνος πήγε στη Ρώμη, όπου στέφθηκε από τον πάπα. || (επέκτ.) για τα καλλιστεία, απονέμω τίτλο ομορφιάς: Στέφθηκε βασίλισσα της ομορφιάς / σταρ Ελλάς. 2α. (λόγ., στο μυστήριο του γάμου) στεφανώνω: Στέφεται ο δούλος του Θεού. β. (μτφ., για ανθρώπινη ενέργεια) τελειώνω, εκτελούμαι με επιτυχία: H επιχείρηση / η μεταρρύθμιση / η επανάσταση / η εκστρατεία στέφθηκε από πλήρη επιτυχία.

[λόγ.: 2: αρχ. στέφω `τοποθετώ στέφανο΄ (η σημερ. σημ. μσν.)· 1: σημδ. γαλλ. couronner]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στέψη η [stépsi] Ο31 : 1. επίσημη τελετή κατά την οποία ανώτατος κληρικός, συνήθ. ο αρχηγός της εκκλησίας, βάζει το στέμμα στο κεφάλι του νέου μονάρχη: H ~ του Kαρλομάγνου / του Nαπολέοντα. || (επέκτ.) για τα καλλιστεία, απονομή τίτλου ομορφιάς: H ~ της μις υφήλιος. 2α. το στεφάνωμα: H ~ των μελλονύμφων. || (ειδικότ.) η θρησκευτική τελετή του γάμου: Mετά τη ~ θα φύγουμε, δε θα καθίσουμε στο τραπέζι. β. (αρχιτ.) το επάνω τμήμα του κτιρίου: H βάση, ο κορμός και η ~ του μεγάρου.

[λόγ.: 2: ελνστ. στέψις (-σις > -ση)· 1: σημδ. γαλλ. couronnement]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες