Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπλήν
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπλήνα η [splína] Ο25 : μεγάλος αδένας του ανθρώπου και διάφορων ζώων που βρίσκεται κάτω από το διάφραγμα και επάνω από το αριστερό νεφρό: Διόγκωση της σπλήνας. || Έχει τη ~ του, υποφέρει από τη σπλήνα του. || Kράτησε για τη μαγειρίτσα το συκώτι και τη ~ από το αρνάκι.

[μσν. σπλήνα < αρχ. ὁ σπλήν, αιτ. -ῆνα (μεταπλ. σε θηλ. κατά το καρδιά)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπληνάντερο το [splinándero] Ο41 : φαγητό που παρασκευάζεται από το παχύ έντερο του αρνιού γεμισμένο με κομμάτια σπλήνας, συκωτιού και λίπους και ψήνεται συνήθ. στη σούβλα.

[σπλήν(α) + άντερο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπλήνας ο [splínas] Ο3 λόγ. γεν. και σπληνός : (ανατ.) η σπλήνα: Ρήξη σπληνός.

[λόγ. < αρχ. σπλήν, αιτ. -ῆνα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπληνεκτομή η [splinektomí] Ο29 : (ιατρ.) χειρουργική αφαίρεση της σπλήνας.

[λόγ. < γαλλ. splénéctomie < αρχ. σπλήν + -ectomie = -εκτομή]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπληνικός -ή -ό [splinikós] Ε1 : (ιατρ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στη σπλήνα: Σπληνική αρτηρία / φλέβα. Σπληνική αναιμία.

[λόγ. < αρχ. σπληνικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπληνίο το [splinío] Ο39 : (ιατρ.) γάζα ή βαμβάκι που τυλίγεται κυλινδρικά και τοποθετείται επάνω σε τραύμα.

[λόγ. < αρχ. σπληνίον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπληνογραφία η [splinoγrafía] Ο25 : (ιατρ.) ακτινολογική απεικόνιση της σπλήνας ύστερα από ενδοφλέβια ένεση ειδικής ουσίας που εναποτίθεται σε αυτή.

[λόγ. < γαλλ. splénographie < αρχ. σπλήν -ο- + -graphie = -γραφία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπληνομεγαλία η [splinomeγalía] Ο25 : (ιατρ.) παθολογική αύξηση του όγκου της σπλήνας.

[λόγ. < γαλλ. splénomégalie < αρχ. σπλήν -ο- + αρχ. μεγαλ- (μέγας) -ie = -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες