Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπιντάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπιντάρω [spidáro] Ρ6α : (λαϊκ.) βρίσκομαι σε κατάσταση υπερδιέγερσης, υπερκινητικότητας.

[αγγλ. speed `ταχύτητα΄ -άρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες