Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπινάρω [spináro] Ρ6α : (οικ.) πατάω γκάζι και, αφήνοντας απότομα το συμπλέκτη, κάνω τους τροχούς να γυρνάνε χωρίς να δίνουν κίνηση: Ξεκίνησε σπινάροντας. || Σπινάρουν οι τροχοί.
[αγγλ. spin -άρω]



