Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπαθίζω [spaθízo] Ρ2.1α : α. χτυπώ με σπάθη ή με σπαθί: Όρμησε κατά πάνω τους σπαθίζοντας δεξιά κι αριστερά. || ασκούμαι στο χειρισμό σπάθης. β. (μτφ.) χτυπώ, διαπερνώ όπως το σπαθί: Tα χελιδόνια σπάθιζαν τον αέρα. Tα κουπιά σπάθιζαν τα νερά της θάλασσας.
[λόγ. < ελνστ. σπαθίζω]



