Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σο
267 εγγραφές [151 - 160]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σουλτανάτο το [sultanáto] Ο39 : ηγεμονία, μικρό μουσουλμανικό κράτος του οποίου ο ηγεμόνας έχει τον τίτλο του σουλτάνου· (πρβ. εμιράτο).

[λόγ. σουλτάν(ος) -άτον μτφρδ. γαλλ. sultanat]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σουλτανικός -ή -ό [sultanikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο σουλτάνο: Σουλτανικά διατάγματα. ~ ιραδές. H σουλτανική Tουρκία. Tο παλαιό σουλτανικό καθεστώς.

[λόγ. σουλτάν(ος) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σουλτανίνα η [sultanína] Ο25α : ποικιλία σταφυλιού με κίτρινες ρώγες χωρίς κουκούτσι, καθώς και η (ξανθή) σταφίδα που παρασκευάζεται από αυτό.

[ιταλ. sultanina < τουρκ. sultanî]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σουλτάνος ο [sultános] Ο18 θηλ. σουλτάνα [sultána] Ο25α : τίτλος τον οποίο κατείχαν ηγεμόνες διάφορων μουσουλμανικών κρατών της Aσίας και της Aφρικής (και ο απόλυτος μονάρχης της παλαιάς Tουρκίας). || (θηλ.) η μητέρα σουλτάνου (η «βαλιδέ σουλτάνα») ή η επίσημη σύζυγός του.

[μσν. σουλτάνος < αραβ. sultan -ος & μέσω του τουρκ. sultan· σουλτάν(ος) -α & λόγ. σημδ. Vâlide Sultan (από τα αραβ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σουλφαμίδες οι [sulfamíδes] Ο26 : γενική ονομασία χημικών ενώσεων με ευρύτατη χρήση στη φαρμακευτική.

[λόγ. < γαλλ. sulfamides (ορθογρ. δαν.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σουλφαμιδόσκονη η [sulfamiδóskoni] Ο32 : (φαρμ.) σκεύασμα σουλφαμίδων σε μορφή σκόνης που χρησιμοποιείται σε πληγές.

[λόγ. σουλφαμίδ(ες) -ο- + σκόνη]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σούμα 1 η [súma] Ο25α : (προφ.) άθροισμα λογαριασμού· λογαριασμός: Kάνε τη ~ να δούμε τι σου χρωστάω.

[μσν. σούμμα < λατ. summa & μέσω του βεν. suma (ορθογρ. απλοπ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σούμα 2 η : (λαϊκότρ.) οινόπνευμα που λαμβάνεται από την πρώτη απόσταξη· (πρβ. στεμφυλόπνευμα, τσίπουρο).

[τουρκ. soma, suma]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σουμάδα η [sumáδa] Ο26 : αρωματικό ηδύποτο αναψυκτικό που παρασκευάζεται από αλεσμένη ψύχα αμυγδάλων.

[βεν.(;)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σουμάρισμα το [sumárizma] Ο49 : (προφ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σουμάρω.

[σουμάρ(ω) -ισμα]

< Προηγούμενο   1... 14 15 [16] 17 18 ...27   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες