Combined Search
| 150 items total [71 - 80] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σουνέτι το [sunéti] Ο44α : (λαϊκότρ.) η περιτομή (των Εβραίων και των μουσουλμάνων).
[τουρκ. sünnet (από τα αραβ.) -ι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σουνισμός ο [sunizmós] Ο17 : το ένα από τα δύο μεγάλα δόγματα του μουσουλμανισμού.
[λόγ. σούν(α) -ισμός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σουνίτης ο [sunítis] Ο10 : μουσουλμάνος πιστός, οπαδός του σουνισμού, που δέχεται το δόγμα της σούνας. || (ως επίθ.): Σουνίτες μουσουλμάνοι.
[λόγ. σούν(α) -ίτης]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σουξέ το [suksé] Ο (άκλ.) : α. στην έκφραση έχω ~, έχω επιτυχία, κερδίζω με τη συμπεριφορά μου τη συμπάθεια και το θαυμασμό ενός συνόλου (παρέας κτλ.). β. για τραγούδια που έχουν μεγάλη απήχηση στο κοινό, που έχουν γίνει επιτυχίες: Λαϊκά / παλιά / τελευταία ~. ~ της εποχής. Έχει συνθέσει μερικά από τα πιο γνωστά ~.
[λόγ. < γαλλ. succès (ορθογρ. δαν.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σούξου μούξου τα [súksu múksu] Ο (άκλ.) : (προφ.) συζητήσεις με απροσδιόριστο περιεχόμενο που γίνονται συνήθ. χαμηλόφωνα και κατ΄ ιδίαν: Aποσύρθηκαν σε μια γωνιά κι άρχισαν τα ~. Όλο ~ είναι αυτές οι δύο, συνεχώς σχολιάζουν, κουτσομπολεύουν κτλ.
[σου ξεσού, μου ξεμου (δες στο ξε-) σύγκρ. σου μου του]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σούπα η [súpa] Ο25α : α. κάθε είδους φαγητό από ζωμό κρέατος, ψαριού ή λαχανικών. Zεστή / κρύα / νόστιμη ~. Bράζω ~. Ένα κουτάλι σούπας. Mια κουταλιά της σούπας. ΦΡ χάλασε η ~, για αποτυχία. β. (προφ., λαϊκ.) ως περιγελαστικός χαρακτηρισμός λόγου ανιαρού και ανούσιου στο περιεχόμενό του.
σουπίτσα η YΠΟKΟΡ. [βεν. supa < γαλλ. soupe· σούπ(α) -ίτσα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σουπάρω [supáro] & σουπέρνω [supérno] Ρ6α : δειπνώ με σούπα, συνήθ. στα πλαίσια μιας κοσμικής εκδήλωσης ή διασκέδασης.
[σουπ(έ) -άρω· σουπ(άρω) μεταπλ. -έρνω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σουπέ το [supé] Ο (άκλ.) : μεταμεσονύκτιο δείπνο ύστερα από κοσμική εκδήλωση ή διασκέδαση.
[λόγ. < γαλλ. souper]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σούπερ [súper] Ε (άκλ.) : συνήθ. στην εμπορική ή διαφημιστική γλώσσα, για να χαρακτηρίσουμε κτ. ως το καλύτερο, το τελειότερο, το μεγαλύτερο κτλ.: Tο νέο ~ αυτοκίνητο. || Bενζίνη ~ και ως ουσ. η σούπερ.
[λόγ. < αγγλ. super]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σούπερμαν ο [súperman] Ο (άκλ.) : α. Σούπερμαν, ήρωας νεότερων αφηγημάτων και κόμικς με υπεράνθρωπες δυνάμεις και ικανότητες. β. (προφ.) υπεράνθρωπος.
[λόγ. < αγγλ. superman]



