Παράλληλη αναζήτηση
| 115 εγγραφές [101 - 110] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκατολόγημα το [skatolójima] Ο49 (συνήθ. πληθ.) : (οικ.) ως χαρακτηρισμός διάφορων άχρηστων και επιβλαβών συνήθ. για την υγεία τροφών.
[λόγ. σκατολογη- (σκατολογώ < σκατολογ(ία) -ώ) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκατολογία η [skatolojía] Ο25 : η συχνή χρήση στο λόγο της λέξης “σκα τά” ή άλλων λέξεων σχετικών με αυτή.
[λόγ. < γαλλ. scatologie < αρχ. σκατο- + -logie = -λογία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκατόμυγα η [skatómiγa] Ο27 : είδος μεγάλης μύγας που τρέφεται με περιττώματα. || χαρακτηρισμός κάθε μύγας, για να δηλώσουμε την αποστροφή μας προς ένα έντομο που το θεωρούμε βρομερό.
[σκατο- + μύγα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκατούλα η [skatúla] Ο25α : 1. (χυδ.) μεγάλο σκατό. 2. οικείος χαϊδευτικός ή και μειωτικός χαρακτηρισμός για κοριτσάκι ή κοπελίτσα.
[σκατ(ό) -ούλα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκατώνω [skatóno] -ομαι Ρ1 : (χυδ.) λερώνω κπ. ή κτ. με περιττώματα, κυρίως στη ΦΡ τα ~, μπερδεύω τα δεδομένα, το σωστό με το λάθος, έτσι ώστε οδηγούμαι σε πλήρη αποτυχία· ΣYN ΦΡ τα θαλασσώνω.
[μσν. σκατώνω < σκατ(ά) -ώνω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκάφανδρο το [skáfanδro] Ο42 : ειδική εξάρτυση του δύτη που του δίνει οξυγόνο, επιτρέποντάς του έτσι να παραμένει κάτω από την επιφάνεια του νερού σε μεγάλο βάθος και για πολλή ώρα. || Aυτόνομο ~, ατομική αναπνευστική συσκευή του δύτη.
[λόγ. < γαλλ. scaphandre < αρχ. σκά φ(η) στη σημ.: `ελαφρύ πλεούμενο΄ + ἀνδρ- (ἀνήρ δες στο άντρας) -ον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκαφέας ο [skaféas] Ο21 : επίσημη ονομασία του εργάτη ο οποίος ασχολείται με το σκάψιμο.
[λόγ. < αρχ. σκαφεύς, αιτ. -έα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκάφη η [skáfi] Ο30α : οικιακό σκεύος μακρόστενο και βαθουλό, παλιότερα ξύλινο ή μεταλλικό και σήμερα συνήθ. πλαστικό, που χρησιμοποιείται για το πλύσιμο των ρούχων. ΦΡ λέω τα σύκα* σύκα και τη ~ ~.
[αρχ. σκάφη]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκαφίδι το [skafíδi] Ο44 : (λαϊκότρ.) η σκάφη.
[ελνστ. σκαφίδιον υποκορ. του αρχ. σκάφη]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκάφος το [skáfos] Ο46 : 1. γενική ονομασία για κάθε είδος μικρό ή μεγά λο πλοίο: Aλιευτικό ~. Σκάφη αναψυχής. Tα σκάφη του πολεμικού ναυτικού. (έκφρ.) το ~ της πολιτείας, η πολιτεία, το κράτος ως οργανισμός που ακολουθεί μια καθορισμένη πορεία: Tο ~ της πολιτείας κλυδωνίζεται. 2. αεροσκάφος ή διαστημόπλοιο: Ο κυβερνήτης του σκάφους.
σκαφάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [λόγ.: 1: αρχ. σκάφος· 2: σημδ. αγγλ. (air)ship]



