Παράλληλη αναζήτηση
| 14 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σκατένιος -α -ο [skaténos] Ε4 : (υβρ.) που είναι ανάξιος λόγου, άθλιος, ελεεινός.
[σκατ(ό) -ένιος]
- σκατής -ιά -ί [skatís] Ε8 : (χυδ.) που έχει το χρώμα που έχουν τα σκατά, συνήθ. ως μειωτικός χαρακτηρισμός. || (ως ουσ.) το σκατί, το σκατί χρώμα.
[σκατ(ό) -ής]
- σκατιάρης -α -ικο [skatxáris] Ε9 : (προφ.) συνήθ. για μικρό παιδί που κάνει τα κακά επάνω του, συχνά χαϊδευτικά. || (ως ουσ.).
[σκατ(ό) -ιάρης]
- σκατίλα η [skatíla] Ο25α : (χυδ.) η δυσοσμία των κοπράνων.
[σκατ(ό) -ίλα]
- σκατό το [skató] Ο38 : 1. (συνήθ. πληθ.) α. (χυδ.) τα περιττώματα του ανθρώπου, αλλά και των ζώων· κόπρανα. (έκφρ.) σαν τις μύγες* στο ~. ΦΡ ξεραίνει* το ~ του (και το κάνει παξιμάδι). β. (μτφ., προφ.) για οτιδήποτε θεωρείται άθλιο, τιποτένιο, χωρίς αξία: Tι σκατά είναι αυτά! Όλοι τα ίδια σκατά είναι! (έκφρ.) σκατά κι απόσκατα*. σκατά πατημένα, με έμφαση, για να επιτείνουμε την έννοια της αποτυχίας, της αθλιότητας κτλ. (υβρ.) σκατά να φας! σκατά στα μούτρα σου! σκατά!, αναφώνηση που εκφράζει αγανάκτηση, δυσαρέσκεια ή οργισμένη άρνηση. || Mαζί φάγανε τα σκατά! Έπεσε / είναι μέσα στα σκατά, για ενέργειες ή καταστάσεις ηθικής αθλιότητας. || για να δηλώσει αποτυχία: Tα κάνω σκατά, αποτυχαίνω τελείως. Σκατά έγινε η δουλειά, δεν πέτυχε, χάλασε. 2. (οικ.) α. (μειωτ.) για πρόσωπο, συνήθ. για άπειρο νεαρό άτομο: Ήρθε ένα ~ να μας πει τι πρέπει να κάνουμε. β. χαϊδευτικά για μικρό παιδί: Kοίτα, το ~, τι έφτιαξε!
σκατούλι το YΠΟKΟΡ κυρίως στη σημ. 2β. σκατουλάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. σκατόν < ελνστ. πληθ. *σκατά (πρβ. ελνστ. σκάτα) < αρχ. ὁ σκώρ, γεν. σκατός· σκατ(ό) -ούλι· σκατούλ(ι) -άκι]
- σκατο- [skato] & σκατό- [skató], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις: 1. με αναφορά στα ανθρώπινα περιττώματα· (πρβ. κοπρο-): ~φαγία. 2. (προφ., λαϊκ.) σε σύνθετα που χαρακτηρίζουν μειωτικά, υβριστικά αυτό που δηλώνει το β' συνθετικό· (πρβ. κωλο-): ~κατάσταση, σκατόπαιδο, σκατόφατσα.
[1: λόγ. < αρχ. σκατο- θ. σκατ- του ουσ. σκώρ (δες στο σκατό) -ο- ως α' συνθ.: αρχ. σκατο-φάγος `που τρώει περιττώματα΄· 2: μσν. σκατο- θ. του ουσ. σκατ(όν) -ο-: μσν. σκατό-γερος (δες λ.)]
- σκατόγερος ο [skatójeros] Ο20 θηλ. σκατόγρια [skatóγria] Ο27 : (χυδ.) υβριστικός χαρακτηρισμός δύστροπου ή ανήθικου ηλικιωμένου ατόμου.
[μσν. σκατόγερος `ο πολύ γέρος΄ < ελνστ. ἐσχατόγηρος με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk], τροπή του άτ. [ir > er], αποβ. του αρχικού άτ. φων. και παρετυμ. σκατο-· σκατό(γερος) -γρια κατά το σχ.: γέρος - γριά]
- σκατοδουλειά η [skatoδulá] Ο24 : (υβρ.) δουλειά, εργασία που είναι γενικώς πολύ επαχθής.
[σκατο- + δουλειά]
- σκατόλογα τα [skatóloγa] Ο41 : (χυδ.) λέξεις, εκφράσεις κτλ. χυδαίου ή υβριστικού περιεχομένου.
[σκατο- + -λογα, πληθ. του -λογο]
- σκατολόγημα το [skatolójima] Ο49 (συνήθ. πληθ.) : (οικ.) ως χαρακτηρισμός διάφορων άχρηστων και επιβλαβών συνήθ. για την υγεία τροφών.
[λόγ. σκατολογη- (σκατολογώ < σκατολογ(ία) -ώ) -μα]



