Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκαμπάζω [skambázo] Ρ2.1α : (προφ.) έχω κάποιες γνώσεις πάνω σε κτ., καταλαβαίνω: Σκαμπάζεις τίποτα από μηχανές; Kάτι ~ από γαλλικά. Δε σκαμπάζει γρι.
[ελνστ. σκαμβάζω (προφ. [mb] ) `κάνω κτ. στριφτό, διαστρεβλώνω΄]



