Παράλληλη αναζήτηση
| 9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σιτο- [sito] & σιτό- [sitó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & σιτ- [sit], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] ή [e] : το λόγιο ουσ. σίτος ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· (πρβ. σιταρο-)· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: α. αναφέρεται στο σιτάρι: σιτέμπορος, ~παραγωγός· σιτεμπόριο, ~καλλιέργεια, ~παραγωγή, σιτόσπαρτος. β. είναι κατάλληλο για το σιτάρι: σιταγωγός, σιταποθήκη. γ. προέρχεται από το σιτάρι: σιτάλευρο.
[λόγ. < αρχ. σιτ(ο)- θ. του ουσ. σῖτο(ς) ως α' συνθ.: αρχ. σιτο-πώλης `έμπορος σταριού΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σιτοβολώνας ο [sitovolónas] Ο2 : χώρα ή περιοχή που παράγει μεγάλες ποσότητες σιτηρών και τροφοδοτεί πολύ ευρύτερες περιφέρειες: H Θεσσαλία είναι ο ~ της Ελλάδας.
[λόγ. < ελνστ. σιτοβολών, αιτ. -ῶνα `σιταποθήκη΄ σημδ. γαλλ. grenier]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σιτοδεία η [sitoδía] Ο25 : έλλειψη σιτηρών που παρατηρείται ύστερα από καταστροφή της σοδειάς: Εποχή σιτοδείας.
[λόγ. < αρχ. σιτοδεία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σιτοκαλλιέργεια η [sitokaliérjia] Ο27 : η καλλιέργεια σιτηρών.
[λόγ. σιτο- + καλλιέργεια]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σιτοκαλλιεργητής ο [sitokalierjitís] Ο7 : αυτός που καλλιεργεί σιτηρά.
[λόγ. σιτο- + καλλιεργητής]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σιτοπαραγωγή η [sitoparaγojí] Ο29 (χωρίς πληθ.) : η παραγωγή σιτηρών.
[λόγ. σιτο- + -παραγωγή]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σιτοπαραγωγικός -ή -ό [sitoparaγojikós] Ε1 : που παράγει σιτάρι.
[λόγ. σιτοπαραγωγ(ός) -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σιτοπαραγωγός -ός / -ή -ό [sitoparaγoγós] Ε16 : που παράγει σιτάρι: ~ χώρα / περιοχή. || (ως ουσ.) ο σιτοπαραγωγός, αυτός που καλλιεργεί και εμπορεύεται σιτάρι ή σιτηρά.
[λόγ. σιτο- + -παραγωγός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σίτος ο [sítos] Ο18 : (λόγ.) το σιτάρι.
[λόγ. < αρχ. σῖτος]



