Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σηψ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σηψαιμία η [sipsemía] Ο25 : γενική λοίμωξη του οργανισμού που χαρακτηρίζεται από την παρουσία και τον πολλαπλασιασμό παθογόνων μικροβίων μέσα στο αίμα και συνοδεύεται από βαρύτατη συμπτωματολογία.

[λόγ. σήψ(ις) + αίμ(α) -ία μτφρδ. γαλλ. septicémie (-émie < αρχ. αxμ(α) -ία)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σηψαιμικός -ή -ό [sipsemikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη σηψαιμία: Σηψαιμική κατάσταση. Σηψαιμικό σοκ.

[λόγ. σηψαιμ(ία) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σήψη η [sípsi] Ο31 : 1. η αποσύνθεση οργανικών ουσιών που προκαλείται από διάφορα βακτηρίδια: Πτώμα σε προχωρημένη ~. 2. (μτφ.) κατάστα ση μεγάλης ηθικής διαφθοράς.

[λόγ. < αρχ. σῆψις (-σις > -ση)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες