Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σακάτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σακάτης ο [sakátis] Ο11 θηλ. σακάτισσα [sakátisa] Ο27 : (οικ., μειωτ.) ανάπηρος: Tον άφησε σακάτη ο πόλεμος. || (επέκτ.) άνθρωπος με πολύ κλονισμένη υγεία. || (ως επίθ.): Δεν τον λυπάσαι λίγο, σακάτη άνθρωπο;

[τουρκ. sakat -ης· σακάτ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες