Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σαββατιάτικος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαββατιάτικος -η -ο [savatxátikos] Ε5 : που συμβαίνει, που γίνεται το Σάββατο: Σαββατιάτικες δουλειές. || (ως ουσ., προφ.) τα σαββατιάτικα, η γενική καθαριότητα του σπιτιού που γίνεται, κατά παράδοση, το Σάββατο. σαββατιάτικα ΕΠIΡΡ με αρνητική συνήθ. σημασία, εκφράζει κάποια δυσαρέσκεια για το συγκεκριμένο χρόνο που γίνεται κτ.: Mας κουβαλήθηκε ~. Δουλεύει ~.

[Σάββατ(ο) -ιάτικος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go