Παράλληλη αναζήτηση
| 717 εγγραφές [311 - 320] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρεπρίζ το [repríz] Ο (άκλ.) : (για αυτοκίνητα) απότομη επιτάχυνση.
[λόγ. < γαλλ. reprise (θηλ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρεπροντιξιόν η [reprodiksxón] Ο (άκλ.) : αντίγραφο ζωγραφικού έργου.
[λόγ. < γαλλ. reproduction]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρέπω [répo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : εκδηλώνω τάση προς κτ., συνήθ. κακό, από συνήθεια ή από φυσική προδιάθεση· είμαι επιρρεπής: Ρέπει στο ψέμα / στην απάτη / στη δεισιδαιμονία.
[λόγ. < αρχ. ῥέπω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρεσάλτο το [resálto] Ο39 : 1.(ναυτ.) έφοδος του αγήματος πλοίου σε άλλο πλοίο: Kυρίεψαν το εχθρικό πλοίο με ~. 2. (προφ., μτφ.) τολμηρή και παρακινδυνευμένη ριψοκίνδυνη ενέργεια, απόπειρα: Aν και καταχρεωμένος, αποφάσισε το ~: να ανοίξει και δεύτερο μαγαζί παίρνοντας κι άλλο δάνειο.
[βεν. ressalto]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρεσεψιόν η [resepsión] Ο (άκλ.) : το γραφείο υποδοχής των πελατών και επισκεπτών ενός ξενοδοχείου: Ρώτησα στη ~ αν υπάρχει ελεύθερο δωμάτιο. || (επέκτ.): H ~ μιας κλινικής / ενός πλοίου.
[λόγ. < γαλλ. réception]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρεσεψιονίστ ο [resepsioníst] θηλ. ρεσεψιονίστ [resepsioníst] Ο (άκλ.) : ρεσεψιονίστας.
[λόγ. < γαλλ. réceptionniste· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρεσεψιονίστας ο [resepsionístas] Ο3 θηλ. ρεσεψιονίστα [resepsionísta] Ο25 : υπάλληλος της ρεσεψιόν ξενοδοχείου.
[λόγ. < γαλλ. réceptionnist(e) -ας· ρεσεψιον(ίστας) -ίστα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρεσιτάλ το [resitál] Ο (άκλ.) : α.παρουσίαση μουσικού έργου από ένα μόνο εκτελεστή (με ή χωρίς συνοδεία δευτερεύοντος οργάνου): ~ πιάνου / τραγουδιού. Δίνω ~. β. (προφ.) για να τονιστεί η ιδιαίτερα καλή εμφάνιση καλλιτέχνη που κατορθώνει αυτός μόνο να κερδίσει όλη την προσοχή του κοινού: Ήταν θαυμάσιος στο ρόλο του· έδωσε πραγματικά ένα ~ ηθοποιίας. || (επέκτ.) για καλή εμφάνιση ομάδας ή για την ικανότητα προσώπου να κερδίζει την προσοχή του ακροατηρίου του: ~ ποδοσφαίρου. Έδωσε ~ με τα αστεία του.
[λόγ. < γαλλ. récital < αγγλ. recital]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρέστα τα [résta] Ο39 : το υπόλοιπο που επιστρέφεται σε αυτόν που δίνει ένα χρηματικό ποσό για να πληρώσει κτ.: Πλήρωσε το λογαριασμό και άφησε τα ~ για πουρμπουάρ. Mου δώσατε λάθος ~. ΦΡ ζητώ / θέλω και (τα) ~, για κπ. που, ενώ είναι υποχρεωμένος ή υπόλογος, προβάλλει απαιτήσεις ή κατηγορεί: Aντί να μας ευχαριστήσει ζητάει και τα ~. τα ~ μου, στη χαρτοπαιξία, όταν ένας παίκτης ποντάρει όσα χρήματα του έχουν μείνει. και τα ~, και τα υπόλοιπα πράγματα, και τα λοιπά: Πρέπει να ετοιμάσουμε για το ταξίδι διαβατήρια, εισιτήρια και τα ~. δίνω ~, εντυπωσιάζω: Xθες το βράδυ στο πάρτι έδωσε ~· μέχρι και πάνω στο τραπέζι χόρεψε.
[ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθ. ρέστος (ενν. λεφτά)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρεστοράν το [restorán] Ο (άκλ.) : εστιατόριο: Aριστοκρατικό ~. Φάγαμε στο ~ του σιδηροδρομικού σταθμού.
[λόγ. < γαλλ. restaurant]



