Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ρυθμιστικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρυθμιστικός -ή -ό [riθmistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη ρύθμιση, που συντελεί στη ρύθμιση: Ρυθμιστικοί κανόνες. Ρυθμιστική γραμματική, κανονιστική. ~ παράγοντας. Ρυθμιστικό σχέδιο.

[λόγ. < μσν. ρυθμιστικός `που διευθύνει΄ < ρυθμιστ(ής) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go