Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ροφός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ροφός ο [rofós] Ο17 : είδος ψαριού με μεγάλο χοντρό σώμα, μεγάλο κεφάλι, χρώμα καφετί προς το λαδί με άσπρους ή κιτρινωπούς λεκέδες: ~ σούπα. Tο κρέας του ροφού είναι νόστιμο και κάπως σκληρό.

[ελνστ. ὀρφός με μετάθ. του [r] < αρχ. ὀρφώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες