Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ροφός ο [rofós] Ο17 : είδος ψαριού με μεγάλο χοντρό σώμα, μεγάλο κεφάλι, χρώμα καφετί προς το λαδί με άσπρους ή κιτρινωπούς λεκέδες: ~ σούπα. Tο κρέας του ροφού είναι νόστιμο και κάπως σκληρό.
[ελνστ. ὀρφός με μετάθ. του [r] < αρχ. ὀρφώς]



