Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ριλαξάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ριλαξάρω [rilaksáro] & ρελαξάρω [relaksáro] Ρ6α : (προφ.) χαλαρώνω, ηρεμώ ύστερα από κατάσταση ψυχικής έντασης, άγχους.

[αγγλ. relax -άρω· μέσω του γαλλ. relaxer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες