Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρετάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρετάρω [retáro] Ρ6α : (για κινητήρα, συνήθ. αυτοκινήτου) δεν έχω ομοιό μορφη, κανονική λειτουργία.

[ίσως γαλλ. retard `καθυστέρηση΄ ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες