Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρεκάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρεκάζω [rekázo] Ρ2.3α : α.(για όρνια) βγάζω δυνατή και άγρια φωνή· κράζω, κρώζω. β. (για άνθρ.) βγάζω άναρθρη και άγρια φωνή· κράζω, σκούζω.

[ίσως σλαβ. rek- (πρβ. βουλγ. reka `λέω΄) -άζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες