Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ραΐζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ραΐζω [raízo] Ρ2.1α μππ. ραϊσμένος : (προφ., λαϊκότρ.) ραγίζω.

[< ραγίζω με αποβ. του μεσοφ. [j] (σύγκρ. φάγε > φάε)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες