Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρέμπελος -η -ο [rébelos] Ε5 : 1.που κάνει ζωή ακατάστατη και τεμπέλικη, χωρίς προορισμό και προκοπή· ακαμάτης, τεμπέλης, ανεπρόκοπος: Άσπρη μέρα δεν είδε με αυτόν το ρέμπελο άντρα που παντρεύτηκε. Ρέμπελη ζωή. || (ως ουσ.). 2. (παρωχ., συχνά ως ουσ.) α. στασιαστής, επαναστάτης. β. άτακτος στρατιώτης.
[ρεμπελ(εύω) -ος (αναδρ. σχημ.)]



