Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προϋπάρχω [proipárxo] Ρ αόρ. προϋπήρξα, απαρέμφ. προϋπάρξει : για κπ. ή για κτ. που υπάρχει, που υφίσταται πριν από κπ. ή από κτ. άλλο: Όταν ο άνθρωπος εμφανίστηκε στη γη, προϋπήρχαν τα ζώα. Οι διαφορές μεταξύ των δύο κρατών προϋπήρχαν της σημερινής κρίσης που οδήγησε στον πόλεμο. Ο αρχαίος αιγυπτιακός πολιτισμός προϋπήρξε του ελληνορωμαϊκού.
[λόγ. < αρχ. προϋπάρχω]



