Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προχειρίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προχειρίζω [proxirízo] -ομαι Ρ2.1 : (εκκλ.) χειροτονώ.

[λόγ. < αρχ. προχειρίζω `ορίζω, αναθέτω΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες