Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προτεσταντικός -ή -ό [protestandikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον προτεσταντισμό, που στηρίζεται σε αυτόν ή που ανήκει στους προτεστάντες, αποτελείται από αυτούς ή τους χαρακτηρίζει: Προτεσταντική εκκλησία. Προτεσταντικό δόγμα. Προτεσταντική κοινότητα / αντίληψη.
[λόγ. προτεστάντ(ης) -ικός]



