Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προστρέχω [prostréxo] Ρ αόρ. προσέτρεξα και (οικ.) πρόστρεξα, απαρέμφ. προστρέξει : (λόγ.) όταν θέλουμε να υπογραμμίσουμε τη μεγάλη ανάγκη: α. που παρακινεί κπ. να τρέξει ή να σπεύσει να δώσει βοήθεια: Στις φωνές των τραυματιών προσέτρεξαν οι οδηγοί άλλων αυτοκινήτων. β. που αναγκάζει κπ. να ζητήσει βοήθεια· καταφεύγω: Ίδρυμα / υπηρεσία, όπου μπορούν να προστρέξουν οι παλιννοστούντες / οι πρόσφυγες.
[λόγ.: α: αρχ. προστρέχω· β: σημδ. γαλλ. recourir]