Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσσεληνώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσσεληνώνω [proselinóno] -ομαι Ρ1 : προσεδαφίζω στη Σελήνη: Tο διαστημόπλοιο προσσεληνώθηκε.

[λόγ. προσ- σελήν(η) -ώ > -ώνω κατά το προσγειώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες