Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσοικειώνω [prosikióno] -ομαι Ρ1 : (λόγ.) κάνω κπ. οικείο με κπ. ή με κτ. άλλο, τον κάνω να το(ν) γνωρίσει καλά· συνηθίζω κπ. σε κτ.· εξοικειώνω.
[λόγ. < ελνστ. προσοικει(ῶ) -ώνω]



