Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσθαφαιρώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσθαφαιρώ [prosθaferó] -ούμαι Ρ10.10 παθ. αόρ. προσθαφαιρέθηκα, απαρέμφ. προσθαφαιρεθεί : 1. εκτελώ προσθέσεις και αφαιρέσεις (συνήθ. σε λογαριασμούς). 2. άλλοτε προσθέτω και άλλοτε αφαιρώ κτ.: H κυβέρνηση αλλάζει κάθε τόσο το νομοσχέδιο για τη φορολογία προσθαφαιρώντας διάφορες διατάξεις.

[λόγ. < ελνστ. προσθαφαιρῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες