Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσθαλασσώνω [prosθalasóno] -ομαι Ρ1 : οδηγώ, κατεβάζω μια πτητι κή μηχανή στην επιφάνεια της θάλασσας: Tο υδροπλάνο προσθαλασσώθηκε ομαλά στην επιφάνεια της θάλασσας. Ο θαλαμίσκος του διαστημοπλοίου προσθαλασσώθηκε στην καθορισμένη περιοχή.
[λόγ. προσ- θάλασσ(α) -ώ > -ώνω κατά το προσγειώνω μτφρδ. γαλλ. amerrir]



