Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσημειώνω [prosimióno] -ομαι Ρ1 : (νομ.) εγγράφω προσημείωση υποθήκης.
[λόγ. προσημεί(ωσις) -ώ > -ώνω (αναδρ. σχημ.) (διαφ. το ελνστ. προσημειοῦμαι `κάνω πρόβλεψη΄)]



