Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προσδοκώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσδοκώ [prozδokó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : (λόγ.) περιμένω, ελπίζω να συμβεί κτ. (θετικό, ευχάριστο). || (η μπε. κυρίως σε στερεότυπες εκφορές): προσδοκώμενο κέρδος, το αναμενόμενο. προσδοκώμενος χρόνος ζωής (ενός ανθρώπου, αντικειμένου), ο αναμενόμενος, ο μέσος όρος. || (ως ουσ., γραμμ.) το προσδοκώμενο, κατηγορία του συντακτικού, που εκφράζεται κυρίως ως είδος υποθετικού λόγου και σε αντίστοιχες χρονικές προτάσεις.

[λόγ. < αρχ. προσδοκῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go