Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσβλέπω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσβλέπω [prozvlépo] Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.) πρτ. προσέβλεπα : ελπί ζω, στηρίζω τις ελπίδες, τις προσδοκίες μου σε κπ. ή σε κτ.: Οι φτωχές χώρες προσβλέπουν στη βοήθεια των πλούσιων χωρών. H κυβέρνηση προσβλέπει στην αύξηση των εσόδων από τη φορολογία.

[λόγ. < αρχ. προσβλέπω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες