Παράλληλη αναζήτηση
294 εγγραφές [91 - 100] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρόσθετος -η -ο [prósθetos] Ε5 : 1. που προστίθεται επιπλέον του κανονικού, του προβλεπόμενου, του προϋπάρχοντος: H περάτωση του έργου απαιτεί πρόσθετες δαπάνες. H πρόσθετη εργασία αμείβεται επιπλέον. Προσλήφθηκε πρόσθετο προσωπικό. Tα δίδακτρα των παιδιών είναι ένα πρόσθετο οικονομικό βάρος για την οικογένεια. 2α. που έχει προστεθεί εκ των υστέρων, που δεν υπήρχε αρχικά: Στο τελικό κείμενο μπήκε κι ένα πρόσθετο κομμάτι. Ένας ~ μηχανισμός ρυθμίζει τη ροή του νερού. Πρόσθετα δόντια, που έχουν τοποθετηθεί στη θέση αυτών που λείπουν. β. (ως ουσ., χημ.) τα πρόσθετα, ονομασία διάφορων ουσιών που χρησιμοποιούνται στα τρόφιμα, στα προϊόντα κατεργασίας του αργού πετρελαίου και στα πετροχημικά για τη βελτίωση των ιδιοτήτων τους.
πρόσθετα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. πρόσθετος· (2β: σημδ. αγγλ. additive, additives)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσθέτω [prosθéto] -ομαι, προστίθεμαι [prostíθeme] Ρ αόρ. πρόσθεσα και προσέθεσα, απαρέμφ. προσθέσει, παθ. προστίθεμαι, προστίθεσαι, προστίθεται, προστιθέμεθα, προστίθεστε, προστίθενται, και (προφ.) προσθέτομαι, μπε. προστιθέμενος*, αόρ. προστέθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και προσετέθη, προσετέθησαν, απαρέμφ. προστεθεί, μππ. (προφ.) προσθεμένος και (λόγ.) προστεθειμένος* : 1. εκτελώ την αριθμητική πράξη της πρόσθεσης, αθροίζω με συγκεκριμένο τρόπο δύο ή περισσότερους αριθμούς: Aν προστεθούν οι αριθμοί 5 και 10, δίνουν τον αριθμό 15. Προσθέτουμε τα έξοδα και τα αφαιρούμε από τα έσοδα. Aνόμοια ποσά δεν μπορούν να προστεθούν. 2. βάζω κτ. επιπλέον σε κτ. που ήδη υπάρχει και το αυξάνω, το συμπληρώνω, το επεκτείνω: Ένα νέο πλοίο προστέθη κε στη δύναμη του εμπορικού στόλου. Ο νέος οικοδομικός κανονισμός τούς επέτρεψε να προσθέσουν έναν ακόμη όροφο στις οικοδομές της περιοχής. Στα οικονομικά αιτήματα προστέθηκαν και τα θεσμικά. Mε τροπολογία προστέθηκε μια συμπληρωματική διάταξη στο νόμο. Mην προσθέτεις κι άλλες δυσκολίες στις ήδη υπάρχουσες. || αυξάνω, συμπληρώνω την ποσότητα ή την αναλογία διάφορων υλικών ή βάζω κάποια άλλα επιπλέον (και τα αναμειγνύω): ~ λίγο αλάτι στο φαΐ. Προσθέτουμε στο κρασί ζάχαρη, φρούτα, κανέλα και γαρίφαλα και το ζεσταίνουμε. ΦΡ ~ ένα λιθάρι* / λιθαράκι. 3. (για λόγο) αναφέρω κτ. επιπλέον, συμπληρωματικά: Δεν έχω τίποτα να προσθέσω σε όσα έχω πει. «Παρ΄ όλα αυτά είμαι αισιόδοξος», πρόσθεσε. Στα παραπάνω ας προστεθεί και το γεγονός ότι ο πληθωρισμός αυξήθηκε σημαντικά.
[λόγ. < αρχ. προστίθημι μεταπλ. κατά το τίθημι > θέτω· λόγ. < αρχ. προστίθεμαι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσθήκη η [prosθíki] Ο30 : 1. η επιπλέον ή εκ των υστέρων πρόσθεση, συμπλήρωση, επέκταση κτλ.: Στο αρχικό κτίσμα έγιναν παράνομες προσθήκες. H ~ νέων μεταβλητών παραγόντων αύξησε τη δυσκολία της πρόβλεψης. 2. αυτό που προστίθεται, το συμπλήρωμα, η επέκταση κτλ.: Εντοπίστηκαν και αφαιρέθηκαν οι μεταγενέστερες προσθήκες από το αρχαίο κείμενο.
[λόγ. < αρχ. προσθήκη]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρόσθημα το [prósθima] Ο49 : 1. (γραμμ.) το πρόσφυμα. 2. (οικον.) φύλ λο που προστίθεται σε διάφορους τίτλους (επιταγές, γραμμάτια, συναλλαγματικές κτλ.), όταν δεν υπάρχει επαρκής χώρος για οπισθογράφηση.
[λόγ. < αρχ. πρόσθημα `προσθήκη΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρόσθιος -α -ο [prósθios] Ε6 : (λόγ.) εμπρόσθιος, μπροστινός. ANT οπίσθιος: H πρόσθια όψη του κτιρίου. || Πρόσθια κολύμβηση, είδος κολύμβησης με τη ράχη προς τα επάνω και ως ουσ. το πρόσθιο, η πρόσθια κολύμβηση.
προσθίως ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. πρόσθιος `μπροστινός΄· λόγ. πρόσθι(ος) -ως]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσιδιάζω [prosiδiázo] Ρ2.1α (συνήθ. στο γ' πρόσ.) : (λόγ.) 1. ταιριάζω, έχω ομοιότητες, αντιστοιχίες, αναλογίες με κτ.: H μέθοδος για τη γνώση ενός αντικειμένου πρέπει να προσιδιάζει στη φύση του. 2. αποτελώ ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, γνώρισμα: Φαινόμενα όπως αυτό του κανιβαλισμού προσιδιάζουν σε πρωτόγονες κοινωνίες.
[λόγ. προσ- ελνστ. ἰδιάζω `είμαι ιδιόμορφος΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσιτός -ή -ό [prositós] Ε1 : ANT απρόσιτος. 1. (για τόπο) που μπορεί κάποιος να τον πλησιάσει, να τον προσεγγίσει με σχετική ευκολία: Ο δρόμος που ανοίχτηκε έκανε την παραλία προσιτή στα αυτοκίνητα. Tο δάσος είναι πολύ πυκνό και καθόλου προσιτό στους επισκέπτες. 2. (επέκτ., για πρόσ.) που μπορεί κάποιος να τον πλησιάσει, να του μιλήσει εύκολα, ανεμπόδιστα, φιλικός, διαθέσιμος: Είναι ~ μόνο στο στενό του περιβάλλον. 3. (μτφ.) α. που μπορεί κάποιος να τον αποκτήσει σχετικά εύκολα: Tο αυτοκίνητο έγινε προσιτό στους μισθωτούς ενώ η κατοικία είναι μάλλον απρόσιτη. β. (για τιμή) που μπορεί κάποιος να την καταβάλει με σχετική ευκολία: Εμπορεύματα / οικόπεδα / ταξίδια / εκδρομές σε τιμές προσιτές. γ. που η πρόσβαση σ΄ αυτόν, η απόκτηση, η χρήση του είναι σχετι κά εύκολη: H τυπογραφία έκανε τη γνώση προσιτή στον πολύ κόσμο. Οι μεταφράσεις έκαναν την ξένη λογοτεχνία προσιτή στο πλατύ κοινό.
[λόγ.: 1: αρχ. προσιτός· 2, 3: σημδ. γαλλ. accessible]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρόσκαιρος -η -ο [próskeros] Ε5 : 1. που διαρκεί λίγο χρόνο, προσωρινός. ANT μόνιμος: Ελαφρές κατασκευές πρόσκαιρου χαρακτήρα. H συμφωνία που επιτεύχθηκε ήταν πρόσκαιρη και εύθραυστη. 2. που παρέρχε ται σύντομα, παροδικός. ANT σταθερός: Ο καιρός θα σημειώσει μια πρόσκαιρη βελτίωση. Επιδιώκει τις πρόσκαιρες απολαύσεις. Ο τραγουδιστής είχε μια πρόσκαιρη επιτυχία και μετά εξαφανίστηκε. || (νομ.) Πρόσκαιρη κάθειρξη, ποινή που επιβάλλεται σε κακουργήματα και συνεπάγεται στέρηση της ελευθερίας για πέντε ως είκοσι χρόνια. || (αστρον.) Πρόσκαιροι αστέρες, που παρουσιάζονται αιφνιδίως στο στερέωμα και με την πάροδο του χρόνου εξασθενούν και εξαφανίζονται.
πρόσκαιρα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. πρόσκαιρος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσκάλεσμα το [proskálezma] Ο49 : η ενέργεια του προσκαλώ.
[προσκαλεσ- (προσκαλώ) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσκαλώ [proskaló] -ούμαι Ρ10.10 παθ. αόρ. και προσκλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και προσεκλήθη, προσεκλήθησαν, απαρέμφ. και προσκληθεί, μππ. και προσκεκλημένος* : 1. ζητώ από κπ. να έρθει, να παρευρεθεί, να συμμετάσχει σε μια κοινωνική εκδήλωση ιδιωτικού ή δημόσιου χαρακτήρα, καλώ1: ~ κπ. σε γεύμα / σε γάμο / σε γιορτή / σε πάρτι. Mας προσκάλεσαν στα εγκαίνια μιας έκθεσης ζωγραφικής. Δεν παρευρέθηκαν στην εκδήλωση, αν και προσκλήθηκαν επισήμως. || (μππ., και ως ουσ.) ο προσκαλεσμένος, ο καλεσμένος. 2. (για αρχές, διοικήσεις κτλ.) καλώ επισήμως, δημοσίως κπ. να συμμετάσχει σε μια διαδικασία (διαγωνισμό, συνέ λευση κτλ.): Tο διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας προσκαλεί τους μετό χους σε τακτική γενική συνέλευση. Ο δήμος προσκαλεί κάθε ενδιαφερόμενο να συμμετάσχει σε διαγωνισμό για την προμήθεια υλικών.
[λόγ. < αρχ. προσκαλῶ]