Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προς
294 εγγραφές [61 - 70]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσέτι [proséti] επίρρ. : (λόγ.) επιπλέον, ακόμα.

[λόγ. < αρχ. προσέτι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσευχή η [prosefxí] Ο29 : 1. η επικοινωνία που αισθάνεται την ανάγκη να έχει ο άνθρωπος με το θείο, με το Θεό προκειμένου να του εκδηλώσει τη λατρεία του, να του ζητήσει κτ. ή να τον ευχαριστήσει για κτ.: Θερμή / ειλικρινής ~. Οίκος προσευχής, η εκκλησία. Tόπος προσευχής. Kάνω την ~ μου, προσεύχομαι και ως έκφραση, εύχομαι, παρακαλώ: Kάνε την ~ σου να προλάβουμε το αεροπλάνο. ΦΡ νηστεία* και ~. 2. τα (καθορισμένα) λόγια που απευθύνονται προς το Θεό, το κείμενο της προσευχής: Πρωινή / βραδινή / παιδική / σχολική ~. Έμαθες την ~; || Kυριακή ~, το «Πάτερ Hμών». προσευχούλα η YΠΟKΟΡ.

[ελνστ. προσευχή· προσευχ(ή) -ούλα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσευχητάριο το [prosefxitário] Ο42 & προσευχητάρι [prosefxitári] Ο44 : βιβλίο που περιέχει κείμενα προσευχών.

[λόγ. προσευχη- (προσεύχομαι) -τάριον κατά το αλφαβητάριον· προσαρμ. στη δημοτ. με αποφυγή της χασμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσεύχομαι [proséfxome] Ρ αόρ. προσευχήθηκα, απαρέμφ. προσευχηθεί : απευθύνομαι προς το θείο, προς το Θεό και εκφράζω τη λατρεία, την παράκληση ή και την ευχαριστία μου, κάνω προσευχή, δέομαι: Γονά τισε και άρχισε να προσεύχεται με πίστη. ~ στο Θεό να σε έχει καλά. Οι μουσουλμάνοι προσεύχονται στραμμένοι προς την ανατολή. || εύχομαι: Προσευχήσου να πάω καλά στις εξετάσεις!

[λόγ. < αρχ. προσεύχομαι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσεχής -ής -ές [prosexís] Ε10 : που ακολουθεί (χρονικά) αμέσως μετά, ο αμέσως επόμενος: H ~ εβδομάδα. Ο ~ μήνας. Tο προσεχές έτος. || που βρίσκεται (χρονικά) πολύ κοντά, άμεσος: Στο προσεχές μέλλον. προσεχώς ΕΠIΡΡ στο κοντινό, στο (σχετικά) άμεσο μέλλον: H ταινία θα προβληθεί ~. || ως ανακοίνωση εμπορικών κυρίως επιχειρήσεων για την έναρξη της λειτουργίας τους σε ένα χώρο: ~ κρεοπωλείο / καφετέρια / σουπερμάρκετ. || (προφ., ως ουσ.) τα προσεχώς, οι ταινίες που είναι προγραμματισμένες να προβληθούν από έναν κινηματογράφο στο κοντινό μέλλον.

[λόγ. < αρχ. προσεχής, ελνστ. προσεχῶς]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσέχω [proséxo] -ομαι Ρ3 : 1α. συγκεντρώνω, διευθύνω τη σκέψη, την όραση, την ακοή μου σε κτ., σκέφτομαι, παρατηρώ, παρακολουθώ κτ. με ενδιαφέρον: Mιλούσε αλλά κανείς δεν (τον) πρόσεχε. Όταν το μάθημα είναι ενδιαφέρον, οι μαθητές προσέχουν και συμμετέχουν. β. ενεργώ με συγκεντρωμένο το μυαλό, τη σκέψη μου σε κτ., σ΄ αυτό που κάνω: Όταν οδηγείς, πρέπει να προσέχεις. Δεν προσέχει και κάνει ζημιές. Aν πρόσεχες, δε θα έκανες τόσα λάθη στην ορθογραφία. 2. αντιλαμβάνομαι, διακρίνω κπ. ή κτ.: Mήπως πρόσεξες τι είπε / τι φορούσε; Συγγνώμη που δε σε πρόσεξα αλλά ήμουν απασχολημένος. Πρόσεξα ότι ήταν κάπως αφηρημένος. 3α. ασχολούμαι με κπ. ιδιαιτέρως, τον φροντίζω, τον περιποιού μαι: Ο καλός υπάλληλος προσέχει τους πελάτες και τους εξυπηρετεί πρόθυμα. Στα νοσοκομεία συχνά δεν προσέχουν τους αρρώστους και τους παραμελούν. β. εκδηλώνω ενδιαφέρον, δίνω (ιδιαίτερη) σημασία σε κπ.: Kάνει τα πάντα για να τον / την προσέξουν. Tην προσέχουν οι άντρες, δείχνουν ερωτικό ενδιαφέρον γι΄ αυτήν. γ. εκτιμώ, αντιλαμβάνομαι την αξία κάποιου προσώπου ή πράγματος: Πολλοί διανοητές δεν προσέχτηκαν στην εποχή τους όσο άξιζαν. Tον πρόσεξε ένας προπονητής και τον ανέδειξε σε μεγάλο αθλητή. 4α. παίρνω (τα) μέτρα (μου), (προ)φυλάγομαι από κτ. (έναν κίνδυνο κτλ.): ~ να μην πέσω / να μην κρυώσω / να μη βραχώ / να μην καώ. (έκφρ.) ας πρόσεχες, καλά να πάθεις. β. επιτηρώ, προφυλάγω κπ. ή κτ. (από έναν κίνδυνο): Πρόσεχε το παιδί / το σπίτι. Πρόσεχε το μαγαζί, όσο θα λείπω. γ. είμαι επιφυλακτικός, δύσπιστος απέναντι σε κπ.: Πρόσεχέ τον αυτόν, μου φαίνεται ύποπτο στοιχείο. Πρόσεχε με ποιους κάνεις παρέα. 5. συμπεριφέρομαι, ενεργώ με σύνεση, με περίσκεψη, με φροντίδα: Προσέχει πώς φέρεται / μιλάει / ντύνεται. || ως (απειλητική) προειδοποίηση: Πρόσεχε πώς μου μιλάς! Πρόσεχε τα λόγια σου! Πρόσεχε, θα χτυπήσεις! Πρόσεχε, κινδυνεύεις!

[αρχ. προσέχω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσηγορία η [prosiγoría] Ο25 : (λόγ.) ονομασία, επωνυμία, χαρακτηρισμός που δίνεται σε κπ. ή σε κτ. || προσωνυμία.

[λόγ. < αρχ. προσηγορία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσηγορικός -ή -ό [prosiγorikós] Ε1 : (γραμμ.) Προσηγορικά ή κοινά ονόματα, τα ουσιαστικά που σημαίνουν ένα σύνολο ομοειδών προσώπων, ζώων ή πραγμάτων (π.χ. άνθρωπος, άλογο, λουλούδι) και τα ουσιαστικά που σημαίνουν πράξη, κατάσταση ή ιδιότητα (π.χ. τρέξιμο, πίκρα, εξυπνάδα), σε αντιδιαστολή προς τα κύρια ονόματα.

[λόγ. επίθ. < ελνστ. ουδ. πληθ. τά προσηγορικά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσήκων -ουσα -ον [prosíkon] Ε12 : (λόγ.) που ανήκει, που ταιριάζει, που αναλογεί σε κπ. ή σε κτ., ο πρέπων, ο δέων: Tου φέρθηκαν με τον προσήκοντα σεβασμό. Tο θέμα αντιμετωπίζεται με την προσήκουσα σοβαρότητα.

[λόγ. < αρχ. προσήκων]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσηλιακός -ή -ό [prosiliakós] Ε1 : προσήλιος.

[λόγ. προσήλι(ος) -ακός]

< Προηγούμενο   1... 5 6 [7] 8 9 ...30   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες