Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προπονητικός -ή -ό [proponitikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον προπονητή ή στην προπόνηση: Προπονητική μέθοδος. Προπονητι κό πρόγραμμα.
[λόγ. προπονητ(ής) -ικός]



