Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προπληρώνω [propliróno] -ομαι Ρ1 : πληρώνω κπ. ή κτ. εκ των προτέρων, προκαταβάλλω την αξία ενός πράγματος ή την αμοιβή εργασίας σε κπ.: Έχω προπληρωθεί την εργασία δύο μηνών. Προπλήρωσα τα εισιτήρια για την παράσταση.
[λόγ. < ελνστ. προπληρ(ῶ) -ώνω `γεμίζω από πριν΄ σημδ. γαλλ. payer d΄avance]



