Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προπαροξύνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προπαροξύνω [proparoksíno] -ομαι Ρ8.1 (μόνο στο ενεστ. θ., συνήθ. παθ.) : (γραμμ.) τονίζω μια λέξη στην προπαραλήγουσα.

[λόγ. < ελνστ. προπαροξύνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες