Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προεντείνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προεντείνω [proendíno] -ομαι Ρ (βλ. εντείνω) : (τεχνολ.) υποβάλλω σε προένταση.

[λόγ. < ελνστ. προεντείνω `τεντώνω από πριν΄ κατά τη σημ. του προεντεταμένος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες