Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προελέγχω [proeléŋxo] -ομαι Ρ (βλ. ελέγχω) : ενεργώ προκαταρκτικό έλεγχο.
[λόγ. < ελνστ. προελέγχω `ανασκευάζω από πριν΄ κατά τη σημ. του προέλεγχος]



