Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προβοδίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προβοδίζω [provoδízo] Ρ2.1α & προβοδώ [provoδó] Ρ10.1α : (σπάν.) ξεπροβοδίζω.

[μσν. προβοδ(ώ) και μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. προβοδησ- ίσως < *προ-ευοδώ (πρβ. κατευοδώνω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες