Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προαγοράζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προαγοράζω [proaγοrázo] -ομαι Ρ2.1 : αγοράζω ένα εμπόρευμα ή ένα προϊόν εκ των προτέρων, με τη συμφωνία ότι αυτό θα μου παραδοθεί σε μεταγενέστερο χρόνο: Όλη η παραγωγή σπαραγγιών έχει προαγοραστεί από τους εμπόρους.

[λόγ. < ελνστ. προαγοράζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες