Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρανής -ής -ές [pranís] Ε10 : (λόγ.) ο κατηφορικός. || (κυρ. ως ουσ.) το πρανές ή τα πρανή, οι κατωφέρειες, οι πρόποδες ή οι υπώρειες υψώματος (με σχετικά ομαλή κλίση): Ένας λόχος κατέλαβε τα πρανή του λόφου / του υψώματος.
[λόγ. < αρχ. πρανής]