Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πουτσαράς
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πουτσαράς ο [putsarás] Ο1 : (χυδ.) 1. αυτός που έχει μεγάλο πέος. 2. (μτφ.) άντρας δυναμικός, στιβαρός, με τόλμη και αποφασιστικότητα.

[πούτσ(ος) -αράς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες