Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πουλέν το [pulén] Ο (άκλ.) : χαρακτηρισμός για νεαρό άτομο που βρίσκεται στην αρχή της καριέρας του και που προωθείται, υποστηρίζεται από κάποιο πρόσωπο με πείρα και επιρροή: Ο προπονητής οργάνωσε έναν αγώνα πυγμαχίας για το ~ του.
[λόγ. < γαλλ. poulain]



