Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πορτρέτο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πορτρέτο το [portréto] Ο39 : 1. η προσωπογραφία: Ένας γνωστός ζωγράφος φιλοτέχνησε το ~ της. 2. (μτφ.) η συνολική εικόνα, η προσωπικότητα ενός ατόμου, που συντίθεται από επί μέρους στοιχεία και από γενικά ή ιδιαίτερα χαρακτηριστικά· προφίλ: H δημοσιογράφος συνέθεσε το (καλλιτεχνικό) ~ του διάσημου σκηνοθέτη.

[λόγ. < γαλλ. portrait -ον (ορθογρ. δαν.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go