Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πορθμείο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πορθμείο το [porθmío] Ο39 : 1. πλωτό μέσο, κατάλληλο για να μεταφέρει ανθρώπους και οχήματα στην αντίπερα ακτή ή όχθη· (πρβ. φέρι μποτ): H συγκοινωνία Ρίου-Aντίρριου διεξάγεται με πορθμεία. 2. (πληθ.) το αντίτιμο, τα ναύλα για τη μεταφορά αυτή. 3. ο τόπος, το σημείο από όπου περνάει κάποιος στην αντίπερα ακτή ή όχθη.

[λόγ. < αρχ. πορθμεῖον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go